ἐπαγωγικός

ἐπαγωγικός
ἐπαγωγικός
inductive
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαγωγικός — ή, ό (Α ἐπαγωγικός, ή, όν) [επαγωγή] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή* ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα») αρχ. επαγωγός, ελκυστικός,… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επαγωγή (γενικά). 2. ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος: Έχει επαγωγικούς τρόπους. 3. (λογ.), φρ., «επαγωγικός συλλογισμός ή επαγωγή», συλλογισμός που καταλήγει σε γενικό συμπέρασμα από μερικές κρίσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγωγικώτερον — ἐπαγωγικός inductive adverbial comp ἐπαγωγικός inductive masc acc comp sg ἐπαγωγικός inductive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικόν — ἐπαγωγικός inductive masc acc sg ἐπαγωγικός inductive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικοί — ἐπαγωγικός inductive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικοῦ — ἐπαγωγικός inductive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικούς — ἐπαγωγικός inductive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικῆς — ἐπαγωγικός inductive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγικῇ — ἐπαγωγικός inductive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγική — ἐπαγωγικός inductive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”